- ωοβαφή
- η, Νβαφή για αβγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + βαφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek